- σαννυρίζω
- σαννυρίζω,A jeer, mock, prob. in Hsch.s.v. ἐσαθνύριζεν· ᾔκαλλεν.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαννυρίζω — Α χλευάζω, σκώπτω, περιγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάννυρος, πιθ. άλλη γρφ. τού σάννορος] … Dictionary of Greek